- συνεκφαντικός
- -ή, -όν, Α [συνεκφαίνω]αυτός που δηλώνει από μόνος του και κάτι άλλο («εἴδη τοῡ κτητικοῡ τρία... συνεκφαντικὸν τὸ συνεκφαῑνόν τι μεθ' ἑαυτοῡοἷον γραμματικόςσυνεκφαίνει γὰρ τὴν γραμματικήν», Μέγα Ετυμολογικόν).
Dictionary of Greek. 2013.